Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΒΟΙΩΤΙΑ τ.3.
Για την αποτρόπαιη σφαγή στο Δίστομο στις 10 Ιουνίου του 1944 έχουν γραφεί, τα τελευταία χρόνια, πολλά κι έχουν ειπωθεί άλλα τόσα. Το ζήτημα ανακινήθηκε ιδιαίτερα μετά τη διεκδίκηση των πολεμικών αποζημιώσεων στους παθόντες, επιζήσαντες συγγενείς των εκτελεσθέντων εκείνη την μοιραία ημέρα της 10ης Ιουνίου, από την Γερμανία, υπόθεση που ξεκίνησε ο αποβιώσας πλέον νομικός και πολιτικός Γ. Σταμούλης και που έως σήμερα εκκρεμεί η τελεσιδικία του. Η ΒΟΙΩΤΙΑ, αφήνοντας το νομικό μέρος της υπόθεσης στους ειδικούς, αλλά και το ιστορικό κομμάτι που αφορά στα αίτια των γεγονότων στους ιστορικούς, βρέθηκε στο Δίστομο, στο σπίτι της κυρίας Νίτσας Σφουντούρη, ενός εκ των πολλών θυμάτων το οποίο υπέστη ολοκληρωτικά και αμετάκλητα τις τραγικές συνέπειες των γεγονότων, αφού έχασε εκείνη την ημέρα όλη της την οικογένεια -τους γονείς, τις δύο μικρότερες αδελφές της, αλλά και τον παππού της- και απόμεινε στα 12 της χρόνια ολομόναχη κι απορφανισμένη, σε έναν κόσμο που όχι μόνο δεν είχε να της υποσχεθεί τίποτα, αλλά της είχε στερήσει με τον πιο ανελέητο τρόπο τα πιο αγαπημένα της πρόσωπα και μαζί κάθε ελπίδα και κάθε έρεισμα για ζωή.
Κι όμως, η μικρή δωδεκάχρονη -τότε- Νίτσα όχι μόνον ήταν η μόνη από την οικογένειά της που επέζησε, αλλά κατάφερε και να επιβιώσει με τη βοήθεια των συγγενών της, μεγάλωσε, δημιούργησε τη δική της οικογένεια και σήμερα μας μιλά από καρδιάς για την αποφράδα εκείνη ημέρα που σημάδεψε την ζωή και την ψυχή της ανεξίτηλα. Αξίζει, ωστόσο, να σημειώσουμε προκαταβολικά αυτό που η κυρία Νίτσα μας εκμυστηρεύτηκε, ότι δηλαδή η ίδια χρειάστηκε πάρα πολλά χρόνια για να εξωτερικεύσει όσα μας διηγείται σήμερα, αφού ήταν ένα "θέμα ταμπού", όπως χαρακτηριστικά μας είπε, στην μετέπειτα ζωή και καθημερινότητα, τόσο τη δική της, όσο και των στενών συγγενών που την περιέθαλψαν - και στους οποίους δεν παραλείπει να αναφέρεται συνεχώς με βαθιά ευγνωμοσύνη και αγάπη. Εξάλλου, n αφήγηση της κυρίας Νίτσας ήταν, για εμάς, κάτι παραπάνω από δραματική. Υπήρξε καθηλωτική -γι' αυτό και οι παρεμβάσεις της ΒΟΙΩΤΙΑ είναι καίριες, πλην ελάχιστες- προκειμένου να μην διακόπτεται η βιωματική ροή της ζωντανής και εκ βαθέων εξομολόγησής της, n αναπαράσταση μιας ολόκληρης ζωής που ξεκίνησε πάνω στα ερείπια μιας πρώην ευτυχίας και εκτυλίχθηκε σε ένα μόνιμο και ισόβιο πένθος.
Στην 3ωρη σχεδόν συνάντησή μας με την κυρία Νίτσα Σφουντούρη, σε μια συζήτηση που θα χαρακτηρίζαμε περισσότερο σαν έναν πηγαίο κατακλυσμό της συνείδησής της, παρά σαν μια τετριμμένη και τυπική συνέντευξη, θαυμάσαμε την γυναίκα αυτή όπως είναι σήμερα -μάνα δύο αγοριών και γιαγιά δύο εγγονιών- που με απαράμιλλη σεμνότητα και αξιοπρέπεια και χωρίς ίχνος αυτολύπησης μοιράστηκε μαζί μας τα τραύματα και τις ανοιχτές, ακόμη, πληγές της, - αλλά και το δωδεκάχρονο παιδί που επέζησε "με μια μαύρη σκιά πάνω στη θύμηση", κατά τον ποιητή, που άντεξε αυτήν την βαριά μοίρα και ένα φορτίο που δεν επέλεξε και που, μολονότι η ίδια εν τέλει επέζησε, πολλές φορές αργότερα, όπως μας είπε, "ευχήθηκε να την είχαν σκοτώσει και αυτήν οι Γερμανοί".
Κι αυτή η "ευχή" νομίζουμε ότι τα λέει όλα. Οσα δεν μπορούν να ειπωθούν ούτε από την ίδια. Τα χαραγμένα για πάντα στα εσώτατα βάθη της ψυχής και της συνείδησής της. Και όσα κανείς από εμάς δεν μπορεί -όσο κι αν προσπαθεί να προσεγγίσει, ή αν συμπάσχει στο δράμα της- να συναισθανθεί. Η βαρύτητα αυτής της φράσης, που αντηχεί ακόμη στα αυτιά μας, είναι τόσο ιερή, όσο και η πηγή της: το βιωμένο και ισόβιο ψυχικό πένθος ενός παιδιού που τίποτα στην μετέπειτα ζωή του -καμιά εξέλιξη ή "χαρά"- δεν μπόρεσε να το απαλείψει, να το υπερκεράσει, πολύ περισσότερο να το εκτοπίσει.
Γιατί, η κυρία Νίτσα Σφουντούρη με την οδυνηρή αυτή φράση της υπαινίσσεται την ουσία της ίδιας της έννοιας της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης, βιωμένη μάλιστα στην πιο ακραία της μορφή: ποιο είναι άραγε το νόημα μιας ζωής καταδικασμένης εκ των προτέρων στο σκοτάδι, μιας ζωής σημαδεμένης και στιγματισμένης για πάντα από το ολέθριο χέρι του θανάτου; Και την ίδια στιγμή, μας θέτει μπροστά σε μια ακόμη διερώτηση: ποια ψυχική δύναμη και ποια εσωτερική ανάγκη υπαγορεύει στην μνήμη που αιμορραγεί διαρκώς και ακατάπαυστα να αντιστέκεται και να αρνείται πεισματικά να μετατραπεί σε λήθη; Στα θεμελιώδη αυτά ερωτήματα δεν μπορούμε να απαντήσουμε, βέβαια, αλλά αν, όπως έχει πει ο Γ. Χειμωνάς, "η ελληνική τραγωδία είναι μια παλίρροια της μνήμης της πτώσης του ανθρώπου" και αν ο τραγικός ήρωας είναι το "ευδιάκριτα κεχωρισμένο, περιχαρακωμένο ατομικό ον το οποίο μέχρι το τέλος θα υπερασπίζεται ανυποχώρητα το άβατο της ατομικής συνείδησης για να αφανιστεί στο τέλος μαζί με αυτήν", τότε μπορούμε, αναμφίβολα, να ισχυριστούμε ότι η κυρία Νίτσα Σφουντούρη είναι μια τραγική ηρωίδα. Οχι μόνον για τους προφανείς και αυταπόδεικτους λόγους που η τραγική ζωή της επιβεβαιώνει, αλλά και επειδή, με την συγκλονιστική και γι’ αυτό αφοπλιστική της αφήγηση, μας παραπέμπει - άθελά της - στην τραγωδία, αγγίζοντας τον πυρήνα της σημασίας της, αφού αυτή "ως τέχνη του νόστου" μας επαναφέρει στην πρωταρχική, στην πιο καθαρόαιμη μορφή της συγκίνησης, που είναι το πένθος. Μνημονεύει κάθε φορά την έκτοτε αμετάκλητη δυσοίωνη προφητεία: ό, τι θα συγκλονίζει τον άνθρωπο θα είναι πόνος.
Τέλος, αισθανόμαστε την ανάγκη να ευχαριστήσουμε θερμά την κυρία Νίτσα Σφουντούρη για την φιλοξενία, την ευγένεια, την εμπιστοσύνη της ασφαλώς και, κυρίως, για τα μαθήματα ζωής που μας έδωσε μέσα από τον προσωπικό της Γολγοθά. Την ευχαριστούμε πιο πολύ, που μας έκανε την τιμή να μοιραστεί μαζί μας "την ερημιά και την απελπισία μιας ολόκληρης ζωής", όπως χαρακτηριστικά μας είπε. Αναχωρήσαμε από το σπίτι της κυρίας Νίτσας με μόνη αποσκευή μας μια πλημμυρίδα καταλυτικών συναισθημάτων κι εκεί, μέσα στην απόλυτη σιωπή, στον δρόμο προς την Λιβαδειά, εκεί , όπου καμιά λογική σκέψη δεν εμφιλοχωρούσε, εκεί ακριβώς που κυριαρχούσε στο μυαλό μας η δεσπόζουσα μορφή αλλά και ο λόγος της σπουδαίας αυτής γυναίκας, αναδύθηκε εντελώς αυθόρμητα και η επισφράγιση της μοναδικής αυτής εμπειρίας μας, και πάλι από τον αγαπημένο μας Γ. Χειμωνά: "μοναχά ο θάνατος βγάζει στο φως την ευγενική καταγωγή των ανθρώπων" και "αυξάνει το χαμηλό φως της ζωής τυφλώνοντας". Υποκλινόμαστε. Αυτές οι φράσεις για εμάς ήταν η αποκρυστάλλωση όσων ακούσαμε, ή, αλλιώς, το "τέλος" της συνομιλίας μας με την κυρία Νίτσα. Εσείς, αξίζει να παρακολουθήσετε τα κυριότερα σημεία της αυθεντικής και εξαιρετικής αφήγησης της από την αρχή.
-Τι θυμάστε από εκείνες τις μέρες, κ. Σφουντούρη; Πώς διαμορφωνόταν το πλαίσιο της καθημερινότητας;
Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τίποτε. Πείνα και δυστυχία ήταν ο κανόνας. Οχι βέβαια η πείνα της Αθήνας, εδώ δεν πέθαινε ο κόσμος. Λόγου χάριν η γιαγιά μου είχε κότες και αυγά, ο θείος μου είχε στάρι. Θέλω να πω δεν θυμάμαι να κοιμήθηκα νηστική αλλά υπήρχε στέρηση...
-Πόσων χρονών ήσαστε τότε;
Οταν ξεκίνησε ο πόλεμος ήμουν 8, στη σφαγή 12 λοιπόν...
-Πώς ήταν η καθημερινότητα στην Κατοχή; Πηγαίνατε σχολείο;
Οχι, δεν υπήρχε σχολείο ούτε χαρτί δεν υπήρχε. Εγώ τέλειωσα την τετάρτη, πήρα το ενδεικτικό μου με άριστα και τέλος. Σταμάτησα. Υπήρχε τέτοια έλλειψη αγαθών που ο πατέρας μου, υποδηματοποιός στο επάγγελμα, δεν μπορούσε να μας προμηθεύσει καινούργια παπούτσια.
-Όμως για τους Εγγλέζους είχε μια γωνιά;
Κύριε Λάμπρου, ναι είχε. Αυτό είναι ένα περιστατικό που το θυμάμαι. Ο πατέρας μου, ένας ευγενέστατος, ένας χρυσός άνθρωπος, γνώριζε λίγα αγγλικά και είχε περιθάλψει πολλές φορές Εγγλέζους. Ολα αυτά φυσικά γίνονταν στα κρυφά, αλλά θυμάμαι μια στιγμή τη μητέρα μου να λέει διαφωνώντας στον πατέρα μου: "Του έδωσες τα παπούτσια, είναι τώρα καιρός να χαρίζουμε τέτοια πράγματα;".
-Υπήρχε γερμανική φρουρά στο Δίστομο;
Όχι, δεν υπήρχε. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι αν υπήρχε δεν θα παθαίναμε όσα πάθαμε.
Ξημερώνει 10 Ιουνίου 1944
-Πείτε μας για εκείνη την ημέρα.
Να σας πω. Ακούσαμε "Γερμανοί", τρόμος και φόβος, κλειστήκαμε σπίτι. Εφτασε και ο πατέρας μου. Θέλω εδώ να πω ότι όλοι οι άνδρες του χωριού μόλις άκουγαν για Γερμανούς έφευγαν. Ομως ο πατέρας μου όχι, γιατί φοβόταν μήπως του κάψουν το σπίτι που είχε αγοράσει τότε και το χρωστούσε ακόμη, το σπίτι μας δηλαδή. Δεν ήθελε επίσης να αφήσει μόνη της τη μητέρα μου με τρία μικρά παιδιά. Εφτασε λοιπόν ο πατέρας σπίτι και κλειστήκαμε μέσα. Οι Γερμανοί αγριεμένοι ερευνούσαν σε ολόκληρο το χωριό. Προσωπικά πιστεύω ότι έψαχναν για όπλα. Ηρθαν και σπίτι μας, κατέστρεψαν το γραμμόφωνό μας, έκλεψαν και δύο πανέμορφες πετσέτες από το μπαούλο της μάνας μου... τις θυμάμαι, τις έβλεπα και τις ζήλευα που δεν ήταν για εμάς αλλά μόνο για τους ξένους, δύο πετσέτες με ροζ τριαντάφυλλα. Και έφυγαν. Σε λίγο ακούστηκαν πυροβολισμοί κατά το Στείρι.
-Όλα αυτά έγιναν πριν από τη μάχη στο Στείρι;
Ναι, το πρωί έγιναν αυτά.
-Μετά;
Μετά ακούγαμε πυροβολισμούς και ομοβροντίες και κάποιος είπε ότι γινόταν συμπλοκή στο Στείρι. Ο πατέρας μου... τον θυμάμαι… ήταν πολύ σκεπτικός, πολύ στενοχωρημένος. Κάποια στιγμή που δεν μπορώ να προσδιορίσω γύρισαν ξαφνικά και συνέβησαν όλα αυτά... Δεν μπορώ να τα βάλω σε μια σειρά, να καταλάβω... Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ήμουν πολύ τρομαγμένη. Δεν είχα περιθώρια για λογικές σκέψεις εκείνες τις στιγμές. Ημουν ένα παιδί που έτρεμε...
-Φυσικό είναι.
Ηρθαν λοιπόν πίσω και το μόνο που ακούγαμε ήταν πυροβολισμοί. Οχι βολές αλλά ριπές. Γάζωναν κυριολεκτικά. Να σας πω, κ. Λάμπρου, σχετικά ότι σε ένα θεατρικό έργο που έγραψε ένας νέος από το Δίστομο που ζει στην Αμερική υπάρχει μια τόσο ζωντανή αναπαράσταση των γεγονότων. Εκανα το σφάλμα και πήγα στην παράσταση στο σχολείο και μετανόησα. Ηταν τόσο ζωντανό που νόμισα ότι ξαναβρέθηκα εκεί. Εκλεινα τα αυτιά μου και τα μάτια μου, να μην ακούω και να μην βλέπω.
-Με τους Γερμανούς πώς έρχεται η οικογένειά σας σε επαφή εκείνη τη μέρα;
Μέσα σε όλη αυτή τη φασαρία βλέπω ένα Γερμανό να έρχεται προς το σπίτι μας και να πυροβολεί. Εγώ ήμουν πολύ τρομαγμένη, δεν καθόμουν στιγμή ήσυχη. Θυμάμαι με μάλωνε ο πατέρας να μην τρομάζω τα μικρά μου αδέλφια, που δεν καταλάβαιναν τι γίνεται...
"Ερχεται μπαμπά", λέω, "έρχεται πάνω" κι ώσπου να το πω ο Γερμανός είχε δρασκελίσει τα πέτρινα σκαλοπατάκια κι είχε ανοίξει την πόρτα. Προχώρησε ο πατέρας να τον υποδεχθεί, όμως αυτός ο Γερμανός ρίχτηκε πάνω του και τον χτυπούσε, σαν θηρίο. Προσπαθούσε ο πατέρας να του μιλήσει με λίγα γαλλικά που ήξερε από το σχολείο, αλλά αυτός τον έσπρωχνε, τον χτυπούσε. Δεν θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες, ο Γερμανός ήταν κολλημένος πάνω στον πατέρα μου, τον χτυπούσε με κλωτσιές, ήταν γαντζωμένος πάνω του και τον χτυπούσε συνεχώς. Εγώ δεν άντεχα, έπρεπε να φύγω... Ομως η πόρτα ήταν κλειστή από τους δύο άνδρες που χτυπιούνταν. Σηκώνω το πόδι μου, το βάζω στον νεροχύτη, τον μαρμάρινο της εποχής, ανοίγω το μικρό παράθυρο: "Μπαμπά, να πηδήσω;" Οχι, μου λέει εκείνος, μα σαν να είπε ναι, εγώ δίνω μια και πηδάω. Στο απέναντι σπίτι που πήγα ακούγονταν οι αδελφούλες μου να κλαίνε, ήταν πολύ κοντά τα σπίτια. Μου έκαναν νόημα να πηδήξω οι κοπέλες που έμεναν εκεί. Πήδηξα χωρίς παπούτσια, ξυπόλητη και πήγα σπίτι τους. Εκεί άνοιξαν και μια καταπακτή που είχαν οι γείτονες για να κατεβαίνουν να ταΐζουν τα ζώα τους και πήδηξα και από εκεί κάτω. Μάλιστα χτύπησα άσχημα γιατί έπεσα πάνω σε έναν αργαλειό. Εμεινα για λίγη ώρα αναίσθητη, με συνέφερε η κυρα Μαρία... Τώρα έμαθα από έναν ανιψιό μου που σπούδασε γιατρός στην Αμερική ότι τότε είχα σπάσει ένα πλευρό - πόνεσα πολύ τότε και για πολύ καιρό.
-Εκεί οι Γερμανοί δεν εμφανίστηκαν;
Μέσα στα κλάματα και τις φωνές ανοίγει ξαφνικά η πόρτα, μπαίνουν δύο Γερμανοί: ο ένας μπήκε μέσα, ο άλλος στεκόταν στην πόρτα και μας σημάδευε με το περίστροφο... Το θυμάμαι είχε μικρό όπλο. Αυτός που μπήκε μέσα κλωτσούσε ό,τι έβρισκε μπροστά του στο υπόγειο, τενεκέδες, τσουβάλια... Κάθε κλωτσιά ήταν σαν να χτυπούσε το στήθος μου από το φόβο μου. Δεν μας σκότωσε. Ο άλλος είπε σε όλα τα παιδιά που ήμασταν μαζεμένα εκεί να μην βγούμε έξω γιατί σκοτώνουν... Το αντιληφθήκαμε, έκλεισε την πόρτα και έφυγαν.
-Συγκλονιστικό. Γιατί πιστεύετε ότι σας χάρισαν τη ζωή οι Γερμανοί στρατιώτες;
Γλιτώσαμε, κύριε Λάμπρου, γιατί δεν υπήρχε κανένας άντρας μαζί μας. Αν υπήρχε άντρας θα μας είχαν πυροβολήσει, πέντε παιδιά ήμαστε, είχε έρθει και μια άλλη κοπέλα από κάπου αλλού, κυνηγημένη κι αυτή. Είχαν σκοτώσει τον πατέρα της. Αυτή ζει στην Αθήνα τώρα. Τη θυμάμαι γιατί εγώ έκλαιγα και φώναζα και αυτή μου έδωσε ένα χαστούκι. Δεν είχα ξαναφάει χαστούκι στη ζωή μου, κανείς δεν με είχε χτυπήσει ποτέ. Ποτέ. Τη μάλωσε η κυρα-Μαρία, αλλά εμένα αυτό το χαστούκι με συνέφερε. Ζάρωσα στη γωνία με τα άλλα τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Το πιο μικρό αγόρι το κρατούσε η αδελφή του στα γόνατά της.
Εγώ λοιπόν ζάρωσα στη γωνιά μου και παραδόθηκα στις ζοφερές μου σκέψεις. Ηξερα, ένιωθα ότι δεν θα βρω κανένα ζωντανό στο σπίτι μου. Πώς το καταλάβαινα αυτό; Οπως και ότι εγώ θα ζήσω; Δεν ξέραμε τότε τι κάνουν. Ακούγαμε αυτό το κακό, αλλά βέβαια δεν ξέραμε ότι σκοτώνουν ανυπεράσπιστους ανθρώπους...
Από την άλλη φεύγοντας εγώ από το σπίτι είχα αφήσει τον πατέρα μου ζωντανό. Δεν ξέρω πώς, αλλά ένιωθα σίγουρη ότι θα τους βρω όλους νεκρούς, μάλιστα σκεφτόμουν, έλεγα πώς θα τους βάλω στη σειρά που είναι όλοι σκοτωμένοι… Θα βάλουμε στη μέση τις αδελφούλες μου και από τις δύο πλευρές τους γονείς μου ή πρέπει να μπουν στη μέση οι γονείς και από τις πλευρές τα παιδιά; Αυτό με απασχολούσε εμένα. Αυτό. Και όπως μου λένε όλοι πρέπει να είχα πολύ πυρετό. Είχα γίνει ράκος από τον φόβο και την ταραχή, ένιωθα να καταρρέω, ήθελα να κοιμηθώ, δεν είχα άλλες δυνάμεις, είχα εξαντληθεί. Ε... κάποια στιγμή σταμάτησαν. Καταλάβαμε πως έφυγαν.
Ανοίγει η πόρτα, έρχεται μια γειτόνισσα έξαλλη -της σκότωσαν κι αυτής το παιδί, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν το ήξερε. Είχε δει τους δικούς μου σκοτωμένους, ξαπλωμένους στην πλατεία. Και της έλεγε η κυρα-Μαρία "μην φωνάζεις, σώπα, είναι και η Νίτσα εδώ", γιατί ήμουν κι εγώ εκεί. Ομως η Νίτσα δεν ξαφνιάστηκε, το ήξερε ότι ήταν όλοι νεκροί…
-Ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση; Λυγίσατε;
Δεν πήγα να δω ούτε γύρισα στο σπίτι μου. Εφυγα τρέχοντας και πήγα στη θεία μου, την αδελφή της μητέρας μου. Ευτυχώς στον δρόμο δεν είδα κανέναν σκοτωμένο. Κανέναν, καθόλου. Και καλύτερα που δεν είδα και τους δικούς μου νεκρούς. Τους θυμάμαι ωραίους και καλούς όπως ήταν, δεν ήθελα να δω τη μαμά μου χωρίς κεφάλι χωρίς τίποτα. Πήγα λοιπόν τρέχοντας στη θεία μου κι από εκεί φύγαμε και κατεβήκαμε στα Ασπρα Σπίτια, όπου είχε πανδοχείο ο αδελφός της γιαγιάς μου. Μείναμε εκεί μια νύχτα, νύχτα τρέλας, από την οποία δεν θυμάμαι τίποτα. Εκείνο που εκ των υστέρων μου κάνει εντύπωση είναι ότι περπατούσα ξυπόλητη χωρίς να με ενοχλούν ούτε πέτρες ούτε αγκάθια ούτε τίποτα. Δεν είχα ποτέ στη ζωή μου περπατήσει ξυπόλητη, τα καλύτερα παπούτσια μου έφτιαχνε ο πατέρας μου...
-Την ίδια στιγμή εξελίσσονται γεγονότα σε όλο το χωριό;
Ναι, υπάρχουν παράλληλα γεγονότα, κ. Λάμπρου. Η γιαγιά μου και ο παππούς μου ήταν στο σπίτι, ο παππούς μόλις είχε επιστρέψει από το θερισμό στα χωράφια. Ακουσε τον χαλασμό και ξεκίνησε να δει τι συμβαίνει λες κι ήταν πανηγύρι... Κοντά στην πλατεία του σχολείου τον εκτέλεσαν. Με το τέλος του μακελειού η γιαγιά μου βγαίνει να βρει τον άντρα της και τον βλέπει σκοτωμένο. Φεύγει έξαλλη να πάει στην κόρη της, την μητέρα μου δηλαδή, και φτάνοντας στη γωνία τι βλέπει; Ολη μου την οικογένεια νεκρούς. Μόνο εγώ έλειπα. Λένε πως τα μυαλά της μητέρας μου ήταν σκορπισμένα και πως η γιαγιά μου τα μάζεψε... Δεν ξέρω... Δεν τη ρώτησα ποτέ... Και μου κάνει εντύπωση, το σκέφτομαι συχνά. Δεν το συζητούσαμε ποτέ με τη γιαγιά μου, ήταν ένα θέμα ταμπού. Δεν ρώτησα ποτέ γιατί εμείς φύγαμε όλοι και η γιαγιά μου έμεινε, πώς το πέρασε αυτό το βράδυ; Τι βράδυ ήταν αυτό;
-Με αυτή τη γιαγιά μεγαλώσατε;
Με αυτή, ναι. Με αυτή που τη 10η Ιουνίου έχασε κόρη, γαμπρό, σύζυγο και εγγόνια.
-Πολύ δυνατή γυναίκα πρέπει να ήταν.
Διατήρησε τα λογικά της, κ. Λάμπρου, εξ ανάγκης. Ακούστε και κάτι περίεργο: Πριν να γίνει το κακό έπασχε από βρογχικό άσθμα, που είναι ανίατο νόσημα. Μάλιστα έλεγαν ότι ένας γιατρός της είχε πει ότι θα γίνει καλά είτε από μεγάλη θλίψη είτε από μεγάλη χαρά, από ένα ισχυρό σοκ δηλαδή. Ε μετά το φονικό έγινε καλά. Ηταν αυτό που είχε πει ο γιατρός, ήταν θαύμα; Δεν ξέρω. Μόνο τη μέρα που ξεθάψαμε τους νεκρούς μας αρρώστησε βαριά, πήγε να πεθάνει. Η γιαγιά μου υπήρξε μια ηρωίδα και δεν της το είχα πει όσο ζούσε. Ηταν γεννηθείσα το 1888. Την εποχή της σφαγής στο Δίστομο ήταν 56 ετών και πέθανε το 1960, όχι πολύ μεγάλη αλλά με τόσα βάσανα...
Η ζωή μετά
-Πώς κύλησε η ζωή σας μετά;
Από τα Ασπρα Σπίτια όπου έμεινα μια βραδιά έφυγα, γιατί φοβόμασταν ότι μπορεί να έρθουν κι εκεί οι Γερμανοί. Εζησα για μια βραδιά σε σπηλιές. Μια προς τα Ασπρα Σπίτια, στο εργοστάσιο αριστερά. Δεν μίλαγα σε κανέναν, ήθελα να απομονωθώ, δεν ήθελα να μου μιλάει κανένας, δεν ήθελα τον οίκτο κανενός, δεν ήθελα να με λυπούνται, έκλαιγα κρυφά. Είχα κοτσίδες μακριές τα μαλλιά μου και μου τα έφτιαχνε κάθε μέρα η μαμά μου, που τα έπλεκε και δεν μπορούσα να τα φτιάξω μικρό κορίτσι και δεν ήθελα να τα αγγίξει η θεία μου, κανείς. Ηθελα να είναι έτσι όπως τα είχε πλέξει η μάνα μου, να έχω κάτι από εκείνη. Μετά πήγαμε στην άλλη σπηλιά, μείναμε δυο μέρες. Κάτι τρώγαμε, δεν θυμάμαι να πεινάγαμε.
-Κατόπιν ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός;
Ναι, μετά ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός. Πήρε πολλά παιδιά στα Ιδρύματα, αλλά εγώ δεν θέλησα να πάω. Υπήρχαν φήμες ότι τα ορφανά κορίτσια προορίζονταν για υπηρέτριες κι εγώ δεν ήθελα να πάω. Μετά το μετάνιωσα. Μάλιστα με πήγε ο θείος μου στο Ιδρυμα της Κηφισιάς και ήταν εκεί όλες οι φίλες μου, ξαδέρφες από τη Λιβαδειά. Ηταν πολύ ωραία. Εμεινα στον θείο μου μέχρι τα Δεκεμβριανά, ευτυχώς αυτή την καταστροφή δεν την έζησα. Τον Οκτώβριο ή τον Νοέμβριο ήρθε η γιαγιά μου και με πήρε και επιστρέψαμε στο Δίστομο.
-Τι κατάσταση συναντήσατε στο Δίστομο;
Ησυχία, πένθος, μαύρα. Υπήρχε ένα Ιδρυμα, λεγόταν Εγγύς Ανατολή, και εκεί διάβαζα, στη βιβλιοθήκη τους. Με αγαπούσαν όλοι πολύ εκεί και όταν έφυγαν στενοχωρήθηκα πολύ. Ομως υπήρχε ανησυχία, γιατί ο πόλεμος στην περιοχή υπήρχε μέχρι σχεδόν το 1950 λόγω του αντάρτικου. Οι αντάρτες έρχονταν στο χωριό αλλά όχι σε εμάς. Κάποιοι από το Δίστομο τους καθοδηγούσαν. Ομως μια νύχτα ήρθαν και στο σπίτι μας, αλλά η γιαγιά μου τους αντιμετώπισε θαρραλέα και αποφασιστικά.
-Οικονομικά πώς συντηρηθήκατε αυτά τα δύσκολα χρόνια;
Εζησα στο Δίστομο με τη γιαγιά μου, με διαλείμματα στην Αθήνα. Δεν δούλεψα σε ξένα χέρια. Είχαμε δουλειά στο σπίτι, υφάντρες, η Πολιτεία έδωσε 3-4 χρόνια μια σύνταξη. Πολλές φορές σκέφτηκα ότι μακάρι να είχαν σκοτώσει κι εμένα. Διότι η γιαγιά μου με αγαπούσε πολύ, αλλά ήταν πολύ αυστηρή. Ούτε να γελάσω δεν με άφηνε. "Εγώ είμαι ο καπετάνιος", έλεγε.
-Πώς γνωρίσατε τον σύζυγό σας;
Από τα 15 όλοι έλεγαν στην γιαγιά μου να με παντρέψει. Εγώ δεν ήθελα, μου φαινόταν ότι ήθελαν να με ξεφορτωθούν. Μπορούσα να πάω στην Αμερική εύκολα. Ομως δεν πήγα και δεν το μετάνιωσα. Αγαπώ τον τόπο μου, τα κτήματά μας, τις αναμνήσεις μου. Στα 21 αρραβωνιάστηκα έναν καταπληκτικό άνθρωπο που μου συμπαραστάθηκε ως σύζυγος, ως αδελφός, ως πατέρας. Του διηγήθηκα την ιστορία μου και έκλαψε... Εχω δύο πολύ καλά παιδιά. Εκείνο που μου έλειψε πάντα, εκείνο που ζήλευα και ζηλεύω είναι η οικογενειακή θαλπωρή. Πώς να το πω; Είχα πολλές φίλες στο Δίστομο που ήταν ορφανές, αλλά ήταν ορφανές από πατέρα ή ορφανές από μάνα, είχαν δηλαδή κάποιον. Εγώ δεν είχα κανένα...
Εδώ τελειώνει ένα μέρος της συγκλονιστικής αφήγησης της Νίτσας Σφουντούρη. Ο φωτισμός της τραγωδίας του Διστόμου 66 χρόνια μετά, όπως τη βίωσε μια πρωταγωνίστρια. Πρωταγωνίστρια στα πραγματικά περιστατικά της 10ης Ιουνίου, πρωταγωνίστρια στον στίβο της ζωής, πρωταγωνίστρια στα ψυχικά αποθέματα.
Τι να πρωτορωτήσεις αυτόν τον άνθρωπο; Εναν ιστορικό που γεννήθηκε τη χρονιά της Οκτωβριανής Επανάστασης, θυμάται την ημέρα που διάβασε στις εφημερίδες ότι ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος της Γερμανίας και μετέφρασε για τον Τσε Γκεβάρα στην Αβάνα; Που τα βιβλία του θεωρούνται από τους συναδέλφους του ιερά κειμήλια, και τα κείμενά του, ακόμη και αυτά που έγραψε για την τζαζ – ή ιδίως αυτά – αποτελούν πρότυπα δοκιμιακής γραφής; Που είναι πια, στα 94 του χρόνια, τόσο εύθραυστος και κάθε απάντησή του απαιτεί τόσο κόπο;
Ερικ Χομπσμπάουμ, ο φάρος της σύγχρονης σκέψης, ο συγγραφέας που έγραψε για τον πιο συγκλονιστικό αιώνα και τα πιο συναρπαστικά χρόνια της Ιστορίας της ανθρωπότητας κληροδοτώντας μας έναν απίστευτο θησαυρό γνώσης. Ο Ερικ Χομπσμπάουμ, ο οποίος στο τέλος μιας σειράς ολιγόλεπτων αλλά τόσο συναρπαστικών συζητήσεων με το BHMagazino, αποδεικνύει ότι παραμένει ένας αθεράπευτος επαναστάτης.
To πιο εκπληκτικό γνώρισμα της ανθρώπινης Ιστορίας συνίσταται στο ότι είναι πραγματική. Αυτήν την εκπληκτική πορεία της ανθρωπότητας ελάχιστοι την έχουν μελετήσει, καταγράψει και περιγράψει όπως ο Ερικ Χομπσμπάουμ. «Χόμπσμπομ», όπως προφέρει ο ίδιος το όνομά του στον τηλεφωνητή του σπιτιού του, μια τυπική διόροφη οικία στο Χάμπτεντ Χις στο Bορειοδυτικό Λονδίνο. Οταν τον κάλεσα στο τηλέφωνο, απάντησε μια ευγενέστατη κυρία, η Μαρλένε Χομπσμπάουμ, η σύζυγός του. Τον ζήτησα και εκείνη τον φώναξε: «Darling, it’s for you. From Greece». «Φυσικά και θα μπορέσουμε να μιλήσουμε. Απλώς είμαι άρρωστος, και έτσι θα πρέπει να μιλήσουμε σε λίγες ημέρες, που θα είμαι καλύτερα» είπε με μια αιφνιδιαστική ευγένεια. «Αφού το αναφέρετε, όταν γίνει η συνέντευξη, να μιλήσουμε και για εμάς τους Ελληνες που “νοσούμε” βαριά» απάντησα. «Δεν είναι και τόσο χαλιά η υγεία μου. Ελπίζω. Ομως και εγώ όπως και οι Ελληνες μπορούμε στο τέλος να γίνουμε καλά». Τελικά μιλήσαμε έξι φορές στο τηλέφωνο και ανταλλάξαμε μηνύματα μέσω e-mail.
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1917, από πατέρα Βρετανό και μητέρα Αυστριακή, και οι δύο εβραϊκής καταγωγής. Στα πρώτα του χρόνια είχε ελληνίδα νταντά από την οποία άκουγε ένα νανούρισμα στα ελληνικά – σήμερα όμωςέχει μόνο μια «λειψή ανάμνηση», όπως λέει. Μαρξιστής ιστορικός, ήταν επί χρόνια μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας – «ένα από τα μεγάλα δαιμόνια του 20ού αιώνα είναι το πάθος για πολιτική και η πεμπτουσία του πάθους αυτού ήταν ο κομμουνισμός» περιγράφει πάλι ο ίδιος.
Τώρα είναι μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας και της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών. Η τριλογία του – «Η εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848», «Η εποχή του κεφαλαίου, 1848-1875», «Η εποχή των αυτοκρατοριών, 1875-1914» – έχει χαρακτηριστεί ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στη συγγραφή της Ιστορίας. Σε συνδυασμό και με τη συγγραφή του βιβλίου «Η εποχή των άκρων: Ο σύντομος 20ός αιώνας 1914-1991», οδήγησε στο να ονοματίζεται ο Χομπσμπάουμ από πολλούς ως ο μεγαλύτερος εν ζωή ιστορικός, όχι μόνο της Βρετανίας αλλά και ολόκληρου του κόσμου. Τα ενδιαφέροντά του επεκτείνονται και σε άλλα πεδία εκτός από την Ιστορία, όπως οι διάφορες παραδόσεις και η εξέλιξή τους, αλλά και η τζαζ που είναι το αγαπημένο του είδος μουσικής. Εχει γράψει και για αυτά: «Η επινόηση της παράδοσης», «Η σκηνή της τζαζ», καθώς και το «Ξεχωριστοί άνθρωποι – Αντίσταση, εξέγερση και τζαζ».
Συζητώντας και αλληλογραφώντας με τον Ερικ Χομπσμπάουμ για αυτήν τη συνέντευξη, σκεφτόμουν ότι πρέπει να πάρουμε, πρέπει να αρπάξουμε τις λέξεις από τους πολιτικούς και να τις παραδώσουμε στην κοινή λογική. Η κοινή λογική χρειάζεται, εκτός των άλλων, και γνώση της Ιστορίας, αφού η Ιστορία μάς έχει φέρει στο σημείο που είμαστε. Οι μεγάλοι ιστορικοί – ερευνητές και συγγραφείς – είναι αναγκαίοι για την εξέλιξη της γνώσης της ανθρωπότητας. Η εποχή στην οποία εμφανίζονται είναι τυχαία. Είμαστε τυχεροί που τυχαία στην εποχή μας έζησε ο Ερικ Χομπσμπάουμ.
Κύριε Χομπσμπάουμ, φανταστείτε ότι έχετε ένα μικρό παιδί στα γόνατά σας και θέλετε να του διηγηθείτε τη σύντομη ιστορία του κόσμου. Πώς θα ξεκινούσατε τη διήγησή σας;«Αν διηγούμουν σε ένα μικρό παιδί την ιστορία του κόσμου, θα ξεκινούσα από τους δεινόσαυρους, επειδή όλα τα παιδιά ξέρουν για αυτούς. Θα του εξηγούσα ότι ζούσαν πολύ πολύ καιρό προτού εμφανιστούν τα ανθρώπινα όντα στην Αφρική, τα οποία μετά πορεύτηκαν προς τη Μέση Ανατολή, όπου δημιούργησαν τον πρώτο πολιτισμό. Αυτά».
Και η Ιστορία της ανθρωπότητας; Σημειώνει άραγε πρόοδο ή τελικά κάνει κύκλους; «Η Ιστορία της ανθρωπότητας είναι η αυξανόμενη δυνατότητα του ανθρώπινου είδους να ελέγχει και να αλλάζει το περιβάλλον του μέσα από την παραγωγή αγαθών, με τη βοήθεια της συνεχώς εξελισσόμενης επιστήμης, της τεχνολογίας και της επικοινωνίας. Με αυτήν την έννοια, η Ιστορία της ανθρωπότητας είναι πρόοδος, παρ’ ότι αυτή η πρόοδος έχει υπάρξει γρήγορη σε συγκεκριμένες περιόδους και συνεχής μόνο κατά τους ελάχιστους τελευταίους αιώνες, κυρίως από τα μέσα του 20ού. Δεν υπάρχει ισόποση τάση για πρόοδο στην προσωπική και στην κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων».
Υπάρχει πάντως η εντύπωση ότι η Ιστορία κάνει κύκλους. «Κοιτάξτε, η εντύπωση ότι η Ιστορία κάνει κύκλους είναι φυσική. Ιδιαίτερα σε περιόδους όπου η τεχνολογική εξέλιξη είναι αργή. Αυτό συμβαίνει επειδή η εμπειρία του ανθρώπου μέσα από το μοτίβο της ίδιας του της ζωής είναι ότι η ζωή κάνει κύκλους. Ζωή - θάνατος - νέες γενεές. Η Ιστορία όμως δεν είναι κυκλική, γεννάει διαρκή εξέλιξη».
Παρ’ ότι ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που έχει τη δυνατότητα να είναι δίκαιο, φαίνεται ότι έχει μια ροπή προς την αδικία. Μπορεί λοιπόν να υπάρξει μια πραγματικά δίκαιη κοινωνία; «Το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν μια αίσθηση της αδικίας και τείνουν να διαμαρτύρονται για αυτή δείχνει ότι η κανονική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το ανθρώπινο γένος είναι μεν η αδικία, αλλά η επιθυμία μας για δικαιοσύνη είναι διαρκής και ακατανίκητη. Μια δίκαιη κοινωνία, στην οποία οι κοινωνικές και άλλες ανισότητες θα θεωρούνται υποφερτές – παρ’ ότι μια τέτοια κοινωνία δεν είναι η ιδανική –, είναι δυνατό να υπάρξει. Δεν πρέπει, όμως, να τη συγχέουμε με μια “καλή κοινωνία” στην οποία η αδικία και η εκμετάλλευση δεν υπάρχουν πλέον. Δεν γνωρίζουμε αν αυτή η κοινωνία είναι εφικτή για κάτι περισσότερο από περιστασιακές στιγμές στην ανθρώπινη πορεία».
Πιστεύετε ότι όλοι οι άνθρωποι, όσο κυνικοί και αν είναι, μπορούν να «συλλάβουν» και να επιδιώξουν μια κοινωνία που δεν θα είναι ατελής;«Ολοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή στη ζωή τους σκέφτονται ότι μια τέτοια κοινωνία είναι εφικτή, και την επιθυμούν. Κάποιοι, όμως, θεωρούν ότι έχουν χρέος να την πραγματώσουν».
Αν ένας επαναστάτης σήμερα κρατούσε στο ένα χέρι το όπλο του και στο άλλο ένα βιβλίο, ποιο βιβλίο θα του δίνατε; «Θα του έδινα ένα βιβλίο με οδηγίες πώς να χρησιμοποιεί το όπλο του και πώς να κάνει ανταρτοπόλεμο!».
Δεν θα του δίνατε κάποιο λογοτεχνικό βιβλίο; «Δεν υπάρχει χρόνος για αυτό».
Πρέπει πρώτα να δίνεις στον άνθρωπο να φάει και μετά να του ζητάς να έχει αρετή;
«Ακριβώς!».
«Ακριβώς!».
Πείτε μου ένα βασικό πιστεύω σας που είχατε για τον κόσμο όταν ήσασταν νέος και ισχύει ακόμη, και ένα πιστεύω σας που έχει πλέον αλλάξει. «Ακόμη πιστεύω ακράδαντα ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο. Εχω, όμως, πια εγκαταλείψει την πεποίθηση που είχα κάποτε ότι ήξερα με ποιον τρόπο μπορεί να γίνει αυτό».
Αν είχατε τη δυνατότητα να δημιουργήσετε ένα πολιτικό σύστημα από το μηδέν, ποιο θα ήταν αυτό; «Δεν πιστεύω ότι τα πολιτικά συστήματα μπορούν να δημιουργηθούν μόνο από άτομα».
Ως τις αρχές της δεκαετίας του ’80 οι περισσότεροι πιστεύαμε ότι ο κομμουνισμός «θα υπάρχει για πάντα», κυρίως επειδή είχε να κάνει και με μερικά πολύ βαθιά ηθικά ζητήματα της ανθρώπινης φύσης. Ποιος ήταν ο προβλέψιμος και ποιος ο αστάθμητος παράγοντας της αποτυχίας και της κατάρρευσής του; «Η προβλέψιμη αιτία της αποτυχίας του κομμουνισμού της Ρωσικής Επανάστασης και των κληρονόμων της είναι ότι, παρ’ όλες τις μεγάλες φιλοδοξίες και τις κατακτήσεις της, δεν μπόρεσε να χτίσει μια αποτελεσματική, δυναμική οικονομία. Ηταν προφανές από τη δεκαετία του ’60 και μετά ότι δεν είχε πολύ μέλλον. Πιθανότατα, όμως, να μπορούσε να διαρκέσει για πολλές ακόμη δεκαετίες, αν η προσπάθεια μεταρρύθμισης στη δεκαετία του ’80 δεν είχε οδηγήσει στη ραγδαία και εντελώς απρόσμενη κατάρρευση».
Πολλοί σας χαρακτηρίζουν «μαρξιστή ιστορικό». Ποιο κατά τη γνώμη σας είναι το βασικό πλεονέκτημα και ποιο το βασικό μειονέκτημα του μαρξισμού; «Το βασικό πλεονέκτημα του μαρξισμού είναι ότι μας επέτρεψε να αντιληφθούμε πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός. Το μειονέκτημά του είναι ότι υπήρξε μια σχολή μαρξιστών οι οποίοι νόμιζαν ότι ήξεραν πώς να χτίσουν μια σοσιαλιστική κοινωνία».
Και ποιο το βασικό πλεονέκτημα του καπιταλισμού;
«Το βασικό πλεονέκτημα του καπιταλισμού είναι η δυνατότητά του να δημιουργεί οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο διαθέτει και το τεράστιο μειονέκτημα: προκαλεί τεράστιες κοινωνικές και ανθρώπινες ανισότητες και είναι εντελώς αδύνατον να ελέγξει την ανάπτυξή του, η οποία απειλεί τον κόσμο με περιβαλλοντική καταστροφή».
«Το βασικό πλεονέκτημα του καπιταλισμού είναι η δυνατότητά του να δημιουργεί οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο διαθέτει και το τεράστιο μειονέκτημα: προκαλεί τεράστιες κοινωνικές και ανθρώπινες ανισότητες και είναι εντελώς αδύνατον να ελέγξει την ανάπτυξή του, η οποία απειλεί τον κόσμο με περιβαλλοντική καταστροφή».
Αυτή η οικονομική κρίση που ζούμε έχει κάποια χαρακτηριστικά που την κάνουν διαφορετική από τις άλλες;
«Η τωρινή οικονομική κρίση είναι σίγουρα η πιο σοβαρή στην Ιστορία του καπιταλισμού από το 1930. Μάλιστα, κατά μία έννοια, αυτή η κρίση είναι μεγαλύτερη, αφού η κοινωνίες είναι πολύ πιο παγκοσμιοποιημένες από ό,τι ήταν το 1930. Τα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, που τότε ήταν έξω από το καπιταλιστικό σύστημα, τώρα είναι μέσα στο σύστημα και μέσα στην κρίση. Επίσης, μέσα στην κρίση είναι και οι περιοχές που τότε ήταν αυτόνομες και αυτάρκεις αγροτικές οικονομίες, ενώ τώρα έχουν ενσωματωθεί μέσω της μαζικής αστικοποίησης και της ταχύτατης παρακμής της αγροτικής καλλιέργειας και οικονομίας. Από την άλλη πλευρά, η παρούσα κρίση δεν έχει ακόμη γονατίσει το καπιταλιστικό σύστημα, καθώς η γρήγορη ανάπτυξη των νέων οικονομιών – Κίνα, Ινδία, Βραζιλία κτλ. – έχει εξισορροπήσει την παρακμή των βασικών καπιταλιστικών κέντρων του 19ου και του 20ού αιώνα στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική».
«Η τωρινή οικονομική κρίση είναι σίγουρα η πιο σοβαρή στην Ιστορία του καπιταλισμού από το 1930. Μάλιστα, κατά μία έννοια, αυτή η κρίση είναι μεγαλύτερη, αφού η κοινωνίες είναι πολύ πιο παγκοσμιοποιημένες από ό,τι ήταν το 1930. Τα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, που τότε ήταν έξω από το καπιταλιστικό σύστημα, τώρα είναι μέσα στο σύστημα και μέσα στην κρίση. Επίσης, μέσα στην κρίση είναι και οι περιοχές που τότε ήταν αυτόνομες και αυτάρκεις αγροτικές οικονομίες, ενώ τώρα έχουν ενσωματωθεί μέσω της μαζικής αστικοποίησης και της ταχύτατης παρακμής της αγροτικής καλλιέργειας και οικονομίας. Από την άλλη πλευρά, η παρούσα κρίση δεν έχει ακόμη γονατίσει το καπιταλιστικό σύστημα, καθώς η γρήγορη ανάπτυξη των νέων οικονομιών – Κίνα, Ινδία, Βραζιλία κτλ. – έχει εξισορροπήσει την παρακμή των βασικών καπιταλιστικών κέντρων του 19ου και του 20ού αιώνα στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική».
Η Κίνα είναι ο «κομμουνιστής σωτήρας» του καπιταλισμού; «Το καπιταλιστικό σύστημα της Κίνας δεν είναι αγγλοαμερικανικού νεοφιλελεύθερου τύπου, αλλά αναπτύχθηκε κυρίως ως αντίσταση στις οικονομίες-“τίγρεις” της Νοτιοανατολικής Ασίας. Ωστόσο αυτό το μετακομμουνιστικό καπιταλιστικό σύστημα της Κίνας έχει τόση επιτυχία, ώστε οι ιστορικοί του μέλλοντος πιθανότατα θα δουν στην Κίνα τον πραγματικό σωτήρα της καπιταλιστικής οικονομίας από την τωρινή οικονομική κρίση».
Για τους Ελληνες είναι μια πολύ δύσκολη περίοδος. Είμαστε πολύ απογοητευμένοι και σε μεγάλη σύγχυση. Εχετε κάτι να μας πείτε; «Ως ιστορικός που έχει ζήσει σχεδόν όλον τον αιώνα που είναι από τους πιο τρομακτικούς στην ανθρώπινη Ιστορία, τον 20ό, μπορώ να σας πω ότι η ανθρωπότητα, έχοντας επιβιώσει από αυτήν την τόσο καταστροφική περίοδο, πιθανότατα θα επιβιώσει και από τις καταστροφές του 21ου αιώνα».
Ποιο νομίζετε ότι είναι το κομβικό σημείο από το οποίο η Ελλάδα ήρθε σε αυτήν τη τόσο δύσκολη θέση και τι μπορούμε να κάνουμε για να βγούμε από αυτή; «Παρακαλώ συγχωρήστε με που θεωρώ τον εαυτό μου αναρμόδιο να απαντήσω σε ερωτήσεις σχετικά με τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας. Εσείς είστε οι μόνοι που πρέπει και μπορείτε να δώσετε όλες τις σωστές και σοβαρές απαντήσεις».
Δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε όλους όσοι μας συστήνονται ως αρμόδιοι; «Να είστε επιφυλακτικοί με τους “αρμόδιους”. Μπορώ όμως να σας πω ότι το άμεσο μέλλον πρόκειται να είναι πολύ πιο δύσκολο για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η οποία ξανακυλάει σε μια οπισθοδρόμηση. Το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο στα Βαλκάνια από ό,τι σε άλλες περιοχές της Ευρώπης και σε αυτό βοηθούν πολύ η διαφθορά και η εγκληματικότητα».
Πολιτική και ηθική. Υπάρχει, ή θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει, κάποια σχέση μεταξύ τους;
«Αν δεν υπήρχε καμία σχέση μεταξύ πολιτικής και ηθικής, δεν θα έκανε κανένας και ποτέ την ερώτηση αυτή. Το ότι γίνεται η ερώτηση σημαίνει πως όλοι διακρίνουν ότι υπάρχει, ή ότι θα έπρεπε να υπάρχει, μια σχέση μεταξύ πολιτικής και ηθικής. Η πολιτική δεν είναι μια απόλυτα αυτόνομη δραστηριότητα και αυτό φαίνεται από τη συνήθεια όλων των πολιτικών να επικαλούνται ηθικό άλλοθι για ό,τι κάνουν. Πόσο ηθικά, όμως, μπορεί να είναι, για παράδειγμα, τα συστηματικά βασανιστήρια και οι σφαγές;».
«Αν δεν υπήρχε καμία σχέση μεταξύ πολιτικής και ηθικής, δεν θα έκανε κανένας και ποτέ την ερώτηση αυτή. Το ότι γίνεται η ερώτηση σημαίνει πως όλοι διακρίνουν ότι υπάρχει, ή ότι θα έπρεπε να υπάρχει, μια σχέση μεταξύ πολιτικής και ηθικής. Η πολιτική δεν είναι μια απόλυτα αυτόνομη δραστηριότητα και αυτό φαίνεται από τη συνήθεια όλων των πολιτικών να επικαλούνται ηθικό άλλοθι για ό,τι κάνουν. Πόσο ηθικά, όμως, μπορεί να είναι, για παράδειγμα, τα συστηματικά βασανιστήρια και οι σφαγές;».
Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το μεγαλύτερο έγκλημα του 20ού αιώνα;
«Η αναβίωση των γενοκτονιών και ειδικά η συστηματική γενοκτονία των εβραίων από ένα κράτος που υποστήριζε ότι είναι πολιτισμένο».
«Η αναβίωση των γενοκτονιών και ειδικά η συστηματική γενοκτονία των εβραίων από ένα κράτος που υποστήριζε ότι είναι πολιτισμένο».
Στον άνθρωπο η ελευθερία του λόγου είναι πιο εύκολη από την ελευθερία της σκέψης. Πιστεύετε ότι αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο που έχει επηρεάσει την εξέλιξη της ανθρώπινης Ιστορίας; «Και η ελευθερία της σκέψης, όμως, αν δεν εκφραστεί δημόσια, είναι άτοπη. Και τα δύο αναγκαστικά πρέπει να πηγαίνουν μαζί. Ετσι θα έπρεπε να συμβαίνει, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο ότι πολλές φορές στην Ιστορία δεν συνέβη αυτό».
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες του 20ού αιώνα έπεσαν πολλά φράγματα στην Ευρώπη και πολλές «πόρτες» άνοιξαν. Πιστεύετε ότι ταυτόχρονα άνοιξαν και το μυαλό των ανθρώπων;
«Η παγκοσμιοποίηση και κυρίως η απίστευτη και συνεχής επανάσταση στις επικοινωνίες έχουν σίγουρα γκρεμίσει πολλά παλιά “φράγματα” και θεωρητικά θα έπρεπε να έχουν διευρύνει και το πνεύμα των ανθρώπων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι άνθρωποι που ζουν σήμερα σε αυτό που αποκαλούμε “οικουμενικό χωριό” είναι πολύ περισσότεροι από ποτέ. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει επίσης μια ολοφάνερη απόσυρση ανθρώπων και εθνών σε μικρότερες κοινωνίες, που συνδέονται πιο εύκολα με προσωπικά κριτήρια. Αυτό δυστυχώς έχει πάρει τη μορφή ξενοφοβίας και εθνικού ή θρησκευτικού προσδιορισμού».
«Η παγκοσμιοποίηση και κυρίως η απίστευτη και συνεχής επανάσταση στις επικοινωνίες έχουν σίγουρα γκρεμίσει πολλά παλιά “φράγματα” και θεωρητικά θα έπρεπε να έχουν διευρύνει και το πνεύμα των ανθρώπων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι άνθρωποι που ζουν σήμερα σε αυτό που αποκαλούμε “οικουμενικό χωριό” είναι πολύ περισσότεροι από ποτέ. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει επίσης μια ολοφάνερη απόσυρση ανθρώπων και εθνών σε μικρότερες κοινωνίες, που συνδέονται πιο εύκολα με προσωπικά κριτήρια. Αυτό δυστυχώς έχει πάρει τη μορφή ξενοφοβίας και εθνικού ή θρησκευτικού προσδιορισμού».
Φιλοσοφία και Ιστορία. Συνδέονται μεταξύ τους ή είναι δύο εντελώς διαφορετικά πεδία;
«Ολοι οι φιλόσοφοι θα πρέπει να έχουν μια αίσθηση της Ιστορίας και όλοι οι ιστορικοί μια αίσθηση των προβλημάτων που θέτει η φιλοσοφία. Πάντως στην πράξη είναι απόλυτα διαφορετικές, παρ’ ότι μερικοί φιλόσοφοι έχουν γράψει ιστορικά συγγράμματα και μερικοί ιστορικοί έχουν συμβάλει στις φιλοσοφικές αναζητήσεις».
«Ολοι οι φιλόσοφοι θα πρέπει να έχουν μια αίσθηση της Ιστορίας και όλοι οι ιστορικοί μια αίσθηση των προβλημάτων που θέτει η φιλοσοφία. Πάντως στην πράξη είναι απόλυτα διαφορετικές, παρ’ ότι μερικοί φιλόσοφοι έχουν γράψει ιστορικά συγγράμματα και μερικοί ιστορικοί έχουν συμβάλει στις φιλοσοφικές αναζητήσεις».
Πείτε μου έναν λόγο, όχι πολύ φανερό, για τον οποίο μελετάτε και γράφετε Ιστορία. «Γράφω Ιστορία για τους ανθρώπους που εργάζονται όλη την ημέρα για να ζήσουν και θα ήθελαν να διαβάσουν το βράδυ μετά τη δουλειά. Θα ήθελα να μπορώ να τους κρατάω σε εγρήγορση».
Αγαπάτε πολύ την τζαζ μουσική. Σας μαγεύει περισσότερο το γεγονός ότι είναι «ανοιχτή» σε πολλές διαφορετικές μουσικές πιθανότητες; Οτι μοιάζει λίγο με τις πιθανότητες που ανοίγονται λίγο πριν από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα;
«Το να είσαι αφοσιωμένος στη μελέτη και στην καταγραφή της Ιστορίας δεν μπορεί να είναι ξεκομμένο από τη μελέτη άλλων επιστημών και πλευρών της ζωής, όπως, για παράδειγμα, οι φυσικές επιστήμες ή η μουσική. Αν όμως ξεκινήσω να σας μιλάω για την τζαζ, θα απομακρυνθούμε αρκετά από την ουσία αυτής της συνέντευξης».
«Το να είσαι αφοσιωμένος στη μελέτη και στην καταγραφή της Ιστορίας δεν μπορεί να είναι ξεκομμένο από τη μελέτη άλλων επιστημών και πλευρών της ζωής, όπως, για παράδειγμα, οι φυσικές επιστήμες ή η μουσική. Αν όμως ξεκινήσω να σας μιλάω για την τζαζ, θα απομακρυνθούμε αρκετά από την ουσία αυτής της συνέντευξης».
Ο βρετανός συγγραφέας Λέσλι Χάρτλεϊ είχε πει ότι «το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα: Κάνουν τα πράγματα διαφορετικά εκεί». Νομίζω ότι αυτό ισχύει απόλυτα για την Ελλάδα σήμερα. «Μην ανησυχείτε. Και το μέλλον είναι μια ξένη χώρα. Θα κάνετε τα πράγματα διαφορετικά εκεί. Ολοι μας θα κάνουμε τα πράγματα διαφορετικά».
Μπορείτε να προβλέψετε πώς θα είναι; «Είναι πολύ δύσκολο να προβλέψεις το μέλλον και δεν βοηθάει πολύ το να προσπαθείς να το φανταστείς. Αυτό που νομίζω ότι μπορεί κάποιος να φανταστεί, αν κοιτάξει με καθαρή ματιά, είναι τα προβλήματα που μπορεί να έρθουν. Ο άνθρωπος εδώ και μερικά χρόνια είναι σε θέση να προκαλέσει πολύ σοβαρές και μερικές φορές ανεπανόρθωτες ζημιές στην Υδρόγειο. Δες, για παράδειγμα, τι έγινε με την πρόσφατη μόλυνση στον Κόλπο του Μεξικού. Στο παρελθόν, μέσα στο ανθρώπινο μυαλό, αν υπήρχε κάτι που θεωρούνταν ανεξάντλητο και αδιανόητο να “εξουθενωθεί”, αυτό ήταν η θάλασσα. Τώρα πλέον μπορούμε να εξαντλήσουμε και τη θάλασσα. Αυτό είναι απίστευτο. Δεν είναι;».
Μπορείτε να κάνετε μια πρόβλεψη για την κατάστασή μας σε περίπου δέκα χρόνια από τώρα; «Μου ζητάτε μια πρόβλεψη για την κατάστασή μας σε δέκα χρόνια από τώρα. Νομίζετε ότι είμαι η Πυθία στους Δελφούς; Θα σας πω, παρ’ όλα αυτά, ότι ως ιστορικός δεν μπορώ να μη δω τη δυνατότητα σε μερικά χρόνια τα πράγματα να φαίνονται πολύ πιο ελπιδοφόρα»